αμυγδαλόπομα

αμυγδαλόπομα
το
ποτό από αμύγδαλα, σουμάδα, θιάσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + -πομα < πίνω. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στο Γαλλοελληνικό Λεξικό Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λιβαδέως το 1861].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”